- ορθογναθισμός
- οη ορθογναθία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthognathism < ορθόγναθος + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
αδριατική ή δειναρική φυλή — Χαρακτηριστικός τύπος φυλής, που ονομάζεται έτσι γιατί απαντάται προπάντων κατά μήκος των κεντρικών και βόρειων ακτών της Αδριατικής. Τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι: ψηλό ανάστημα, βραχυκεφαλία και ορθογναθισμός (κεφάλι βραχύ και ψηλό),… … Dictionary of Greek